- αποτιμώ
- αποτιμώ, αποτίμησα βλ. πίν. 60——————Σημειώσεις:αποτιμώ, αποτιμώμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται στον ενεστ. και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58
).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποτιμώ — (Α ἀποτιμῶ, άω) καθορίζω την τιμή ενός πράγματος αφού υπολογίσω την αξία του, εκτιμώ αρχ. 1. δεν τιμώ, περιφρονώ κάποιον 2. ( ῶμαι) υποθηκεύω, βάζω ενέχυρο κάτι … Dictionary of Greek
αποτιμώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ορίζω την τιμή, την αξία κάποιου πράγματος σε χρήμα: Επιτροπή ορίστηκε για να αποτιμήσει το απαλλοτριωνόμενο ακίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκόπτω — κ. κόβω κ. κόφτω (ΑΜ ἀποκόπτω) 1. κόβω εντελώς, πέρα πέρα 2. απομακρύνω 3. (για σκέψη) αλλάζω, μεταβάλλω 4. (για φθόγγους) παθαίνω αποκοπή μσν. νεοελλ. 1. εμποδίζω 2. (για ομιλητή, αφηγητή) σταματώ, διακόπτω 3. σταματώ να θηλάζω το βρέφος 4. (για … Dictionary of Greek
ξετιμώ — άω 1. καθορίζω την τιμή ενός πράγματος, αποτιμώ κάτι 2. εκτιμώ, υπολήπτομαι κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ τιμῶ (αόρ. εξετίμησα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] )] … Dictionary of Greek
πληρώνω — ΝΜ, πλερώνω Ν 1. καταβάλλω χρήματα σε αντάλλαγμα αγορασθέντος πράγματος ή παρασχεθείσας υπηρεσίας 2. εξοφλώ χρέος, αποδίδω τα οφειλόμενα νεοελλ. 1. μτφ. α) αποδίδω, ανταποδίδω, αμείβω β) ανταποδίδω τα ίσα, ανταποδίδω καλό αντί καλού και κακό αντί … Dictionary of Greek
προσαποτιμώ — άω, Α εκτιμώ κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποτιμῶ «καθορίζω την τιμή ενός πράγματος υπολογίζοντας την αξία του, εκτιμώ»] … Dictionary of Greek
αποτιμώμαι — αποτιμώμαι, αποτιμήθηκα, αποτιμημένος βλ. πίν. 61 Σημειώσεις: αποτιμώ, αποτιμώμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται στον ενεστ. και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής